- καμίλου
- κάμιλοςropemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρρία — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Α. η πρεσβύτερη (1ος αι. μ.Χ.). Ήταν σύζυγος του Παίτου Καικήνα, υπάτου το 37 μ.Χ., τον οποίο ακολούθησε στη Ρώμη, όπου εκείνος επρόκειτο να λογοδοτήσει για συμμετοχή στην εξέγερση του Καμίλου… … Dictionary of Greek
Βρέννος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός των Σενόνων (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Οι Σενόνοι κατά τον 4o αι. στάθμευσαν στην Ιταλία μεταξύ του Ρουβίκωνα και του Μέταυρου. Το πραγματικό όνομα του Β. δεν είναι γνωστό, γιατί brenn στην κελτική… … Dictionary of Greek
Σομαρούγκα, Γκιουζέπε — (Sommaruga). Ιταλός αρχιτέκτονας (Μιλάνο 1867 1917). Ήταν μαθητής του Κάμιλου Μπόιτο στη Μπρέρα και έγινε γνωστός όταν πήρε το πρώτο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό αρχιτεκτονικής στο Τουρίνο (1890). Ήταν τότε ήδη επαγγελματίας και είχε χτίσει το… … Dictionary of Greek
Τάσερ — (Tassaert). Επώνυμο οικογένειας καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής. 1. Ιωάννης Ιωσήφ – Αντώνιος (1729 – 1788). Γλύπτης. Εργάστηκε διαδοχικά στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στο Βερολίνο, όπου έγινε γλύπτης της αυτοκρατορικής αυλής και κοσμήτορας της… … Dictionary of Greek